-
1 ευβοτος
21) богатый пастбищами(νῆσος Hom.)
2) изобилующий, обильный(τοῖς ζῴοις πᾶσιν Plat.; θρέμμασιν Plut.)
3) упитанный, тучный(ἀμνός Theocr.)
См. также в других словарях:
εύβοτος — εὔβοτος, ον (Α) 1. (για περιοχή) αυτός που έχει άφθονη και καλή βοσκή («τοῑς ζῴοις πᾱσιν εὔβοτον», Πλάτ.) 2. ευτραφής, καλοθρεμμένος («εὔβοτος ἀμνός», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, βού βοτος] … Dictionary of Greek